- ανηφοριά
- η (κ. ανηφόρια, η κ. ανηφόρι, το)ανήφορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… … Dictionary of Greek
ανάγουσα — η [ανάγω] 1. φλέβα νερού, πηγή 2. ανηφοριά, ανωφέρεια … Dictionary of Greek
ανέβα — το 1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα «βαρέθηκα το ανέβα κατέβα» 2. ανωφέρεια, ανηφοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω] … Dictionary of Greek
ανέβαση — η ανεβασιά, ανηφοριά, πλαγιά … Dictionary of Greek
ανέβασμα — το 1. ανάβαση 2. ανύψωση, φούσκωμα 3. ανηφοριά 4. δύσπνοια 5. ματακόμιση προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός … Dictionary of Greek
ανηφορικός — ή, ό 1. ανωφερής, ανοδικός 2. (για κτίσματα) αυτός που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε ανηφοριά … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek